- καρτερικῇ
- καρτερικόςcapable of endurancefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρτερική — καρτερικός capable of endurance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρτερόνους — καρτερόνους, ουν (Μ) αυτός που έχει καρτερική ψυχή, ο γενναιόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + νους (< νοῦς), πρβλ. βραδύ νους, οξύ νους] … Dictionary of Greek
καρτερικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει καρτερία, υπομονετικός: Μόνο μια καρτερική γυναίκα μπορούσε να κάνει μ αυτόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)